- προσάρτημα
- τό1) придаток, дополнение (к чему-л.); 2) часть (механизма)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσάρτημα — το, ΝΑ [προσαρτῶ] καθετί που προσαρτάται ή έχει προσαρτηθεί σε κάτι άλλο, εξάρτημα … Dictionary of Greek
προσάρτημα — το, ατος προσθήκη, εξάρτημα, παράρτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… … Dictionary of Greek
προσαρτημάτων — προσάρτημα appendage neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαρτήμασι — προσάρτημα appendage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαρτήματα — προσάρτημα appendage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφόλκιο — το (ΑΜ ἐφόλκιον) [εφολκός] ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία μσν. αρχ. συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια… … Dictionary of Greek
κηπίον — κηπίον, τὸ (Α) [κήπος] 1. μικρός κήπος 2. μτφ. μικρός κήπος δίπλα σε σπίτι για να τό καλλωπίζει, προσάρτημα καλλωπιστικό τού σπιτιού («κηπίον ἢ ἐγκαλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι», Θουκ.) 3. τρόπος κοψίματος και διακόσμησης… … Dictionary of Greek
παράρτημα — ατος, το, ΝΑ [παραρτώ] καθετί που είναι προσαρτημένο σε κάτι, προσάρτημα νεοελλ. 1. ο, τιδήποτε αποτελεί προσθήκη, συμπλήρωμα σε κάτι, εξάρτημα (α. «παράρτημα σχολής» β. «παράρτημα εγκυκλοπαιδικού λεξικού») 2. φρ. «παράρτημα εφημερίδας» έκτακτη… … Dictionary of Greek